- ἐπανάπαυσις
- ἐπανάπαυσιςlighting downfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανάπαυσις — ἐπανάπαυσις, η (AM) [επαναπαύω] εφησυχασμός, απαλλαγή από κάθε φροντίδα ή ανησυχία μσν. παροχή αναπαύσεως, ανακουφίσεως, ησυχίας αρχ. 1. κατάβαση 2. καταγωγή … Dictionary of Greek
ἐπαναπαύσεως — ἐπαναπαύσεω̆ς , ἐπανάπαυσις lighting down fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναπαύσῃ — ἐπαναπαύσηι , ἐπανάπαυσις lighting down fem dat sg (epic) ἐπαναπαύομαι aor subj mid 2nd sg ἐπαναπαύομαι aor subj act 3rd sg ἐπαναπαύομαι fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)